- ἀναοίγω
- ἀν-οίγω, ἀνα-οίγω, ipf. ἀνέῳγε, ἀνῷγε, iter. ἀναοίγεσκον, aor. ἀνέῳξε: open; θύρᾶς, κληῖδα, ‘shove back;’ ἀπὸ χηλοῦ πῶμα, ‘raise,’ Il. 16.221.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.